Λούπερκοι

Λούπερκοι
Λούπερκος
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Λουπερκάλια — (Lupercalia). Γιορτή των Ρωμαίων, κατά την αρχαιότητα. Γινόταν προς τιμήν του θεού Φαύνου, ο οποίος ονομαζόταν και Λουπερκάλιος, ως προστάτης των κοπαδιών και διώκτης των λύκων. Στη γιορτή αυτή θυσιάζονταν τράγοι· δύο κορίτσια άλειφαν το μέτωπό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”